- απονημενος
- ἀπονήμενοςpart. к ἀπονίναμαι См. απονιναμαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπονημένος — ἀ̱πονημένος , ἀπονέομαι go away perf part mp masc nom sg (doric aeolic) ἀ̱πονημένος , ἀπονέω unload perf part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονήμενος — ἀπονίναμαι have the use aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)